ανησυχητικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- ανησυχαστικός (anisychastikós)
Etymology
[edit]Learnedly from the ανησυχη- stem of ανησυχώ (anisychó) + -τικός (-tikós), a calque of French inquiétant.[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ανησυχητικός • (anisychitikós) m (feminine ανησυχητική, neuter ανησυχητικό)
- worrying, concerning, disquieting, troubling, alarming, disturbing (causing worry, anxiety)
Declension
[edit]Declension of ανησυχητικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανησυχητικός • | ανησυχητική • | ανησυχητικό • | ανησυχητικοί • | ανησυχητικές • | ανησυχητικά • |
genitive | ανησυχητικού • | ανησυχητικής • | ανησυχητικού • | ανησυχητικών • | ανησυχητικών • | ανησυχητικών • |
accusative | ανησυχητικό • | ανησυχητική • | ανησυχητικό • | ανησυχητικούς • | ανησυχητικές • | ανησυχητικά • |
vocative | ανησυχητικέ • | ανησυχητική • | ανησυχητικό • | ανησυχητικοί • | ανησυχητικές • | ανησυχητικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανησυχητικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανησυχητικός, etc.) |
Derived terms
[edit]- ανησυχητικά (anisychitiká, adverb)
Related terms
[edit]- see: ανησυχώ (anisychó, “to worry, to be anxious”)
References
[edit]- ^ ανησυχητικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language