ανησυχαστικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανησυχαστικός • (anisychastikós) m (feminine ανησυχαστική, neuter ανησυχαστικό)
- Alternative form of ανησυχητικός (anisychitikós)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανησυχαστικός (anisychastikós) | ανησυχαστική (anisychastikí) | ανησυχαστικό (anisychastikó) | ανησυχαστικοί (anisychastikoí) | ανησυχαστικές (anisychastikés) | ανησυχαστικά (anisychastiká) | |
genitive | ανησυχαστικού (anisychastikoú) | ανησυχαστικής (anisychastikís) | ανησυχαστικού (anisychastikoú) | ανησυχαστικών (anisychastikón) | ανησυχαστικών (anisychastikón) | ανησυχαστικών (anisychastikón) | |
accusative | ανησυχαστικό (anisychastikó) | ανησυχαστική (anisychastikí) | ανησυχαστικό (anisychastikó) | ανησυχαστικούς (anisychastikoús) | ανησυχαστικές (anisychastikés) | ανησυχαστικά (anisychastiká) | |
vocative | ανησυχαστικέ (anisychastiké) | ανησυχαστική (anisychastikí) | ανησυχαστικό (anisychastikó) | ανησυχαστικοί (anisychastikoí) | ανησυχαστικές (anisychastikés) | ανησυχαστικά (anisychastiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανησυχαστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανησυχαστικός, etc.)