Jump to content

μεσοφωνηεντικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from μεσο- (meso-) +‎ φωνηεντικός (fonientikós), a calque of French intervocalique.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /me.so.fo.ni.e(n).diˈkos/
  • Hyphenation: με‧σο‧φω‧νη‧ε‧ντι‧κός

Adjective

[edit]

μεσοφωνηεντικός (mesofonientikósm (feminine μεσοφωνηεντική, neuter μεσοφωνηεντικό)

  1. (phonetics) intervocalic

Declension

[edit]
Declension of μεσοφωνηεντικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μεσοφωνηεντικός (mesofonientikós) μεσοφωνηεντική (mesofonientikí) μεσοφωνηεντικό (mesofonientikó) μεσοφωνηεντικοί (mesofonientikoí) μεσοφωνηεντικές (mesofonientikés) μεσοφωνηεντικά (mesofonientiká)
genitive μεσοφωνηεντικού (mesofonientikoú) μεσοφωνηεντικής (mesofonientikís) μεσοφωνηεντικού (mesofonientikoú) μεσοφωνηεντικών (mesofonientikón) μεσοφωνηεντικών (mesofonientikón) μεσοφωνηεντικών (mesofonientikón)
accusative μεσοφωνηεντικό (mesofonientikó) μεσοφωνηεντική (mesofonientikí) μεσοφωνηεντικό (mesofonientikó) μεσοφωνηεντικούς (mesofonientikoús) μεσοφωνηεντικές (mesofonientikés) μεσοφωνηεντικά (mesofonientiká)
vocative μεσοφωνηεντικέ (mesofonientiké) μεσοφωνηεντική (mesofonientikí) μεσοφωνηεντικό (mesofonientikó) μεσοφωνηεντικοί (mesofonientikoí) μεσοφωνηεντικές (mesofonientikés) μεσοφωνηεντικά (mesofonientiká)

References

[edit]
  1. ^ μεσοφωνηεντικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language