μεσοφωνηεντικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from μεσο- (meso-) + φωνηεντικός (fonientikós), a calque of French intervocalique.[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]μεσοφωνηεντικός • (mesofonientikós) m (feminine μεσοφωνηεντική, neuter μεσοφωνηεντικό)
Declension
[edit]Declension of μεσοφωνηεντικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μεσοφωνηεντικός • | μεσοφωνηεντική • | μεσοφωνηεντικό • | μεσοφωνηεντικοί • | μεσοφωνηεντικές • | μεσοφωνηεντικά • |
genitive | μεσοφωνηεντικού • | μεσοφωνηεντικής • | μεσοφωνηεντικού • | μεσοφωνηεντικών • | μεσοφωνηεντικών • | μεσοφωνηεντικών • |
accusative | μεσοφωνηεντικό • | μεσοφωνηεντική • | μεσοφωνηεντικό • | μεσοφωνηεντικούς • | μεσοφωνηεντικές • | μεσοφωνηεντικά • |
vocative | μεσοφωνηεντικέ • | μεσοφωνηεντική • | μεσοφωνηεντικό • | μεσοφωνηεντικοί • | μεσοφωνηεντικές • | μεσοφωνηεντικά • |
References
[edit]- ^ μεσοφωνηεντικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language