εικοσιτετράωρος
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- εικοστετράωρος (eikostetráoros)
Etymology
[edit]From εικοσι- (eikosi-) + τετρα- (tetra-) + ώρ(α) (ór(a)) + -ος (-os), a calque of French vingt-quatre heures.[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]εικοσιτετράωρος • (eikositetráoros) m (feminine εικοσιτετράωρη, neuter εικοσιτετράωρο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εικοσιτετράωρος (eikositetráoros) | εικοσιτετράωρη (eikositetráori) | εικοσιτετράωρο (eikositetráoro) | εικοσιτετράωροι (eikositetráoroi) | εικοσιτετράωρες (eikositetráores) | εικοσιτετράωρα (eikositetráora) | |
genitive | εικοσιτετράωρου (eikositetráorou) | εικοσιτετράωρης (eikositetráoris) | εικοσιτετράωρου (eikositetráorou) | εικοσιτετράωρων (eikositetráoron) | εικοσιτετράωρων (eikositetráoron) | εικοσιτετράωρων (eikositetráoron) | |
accusative | εικοσιτετράωρο (eikositetráoro) | εικοσιτετράωρη (eikositetráori) | εικοσιτετράωρο (eikositetráoro) | εικοσιτετράωρους (eikositetráorous) | εικοσιτετράωρες (eikositetráores) | εικοσιτετράωρα (eikositetráora) | |
vocative | εικοσιτετράωρε (eikositetráore) | εικοσιτετράωρη (eikositetráori) | εικοσιτετράωρο (eikositetráoro) | εικοσιτετράωροι (eikositetráoroi) | εικοσιτετράωρες (eikositetráores) | εικοσιτετράωρα (eikositetráora) |
Derived terms
[edit]- εικοσιτετράωρο n (eikositetráoro)
References
[edit]- ^ εικοσιτετράωρος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language