εικοσιτετράωρο
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]εικοσιτετράωρο • (eikositetráoro)
- nominative/accusative/vocative neuter singular of εικοσιτετράωρος (eikositetráoros)
Noun
[edit]εικοσιτετράωρο • (eikositetráoro) n (plural εικοσιτετράωρα)