Jump to content

απλοποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From απλοποιώ (aplopoió) +‎ -ση (-si), a calque of French simplification.[1] Also analyzable as απλ(ός) (apl(ós)) +‎ -ο- (-o-) +‎ -ποίηση (-poíisi).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.ploˈpi.i.si/
  • Hyphenation: α‧πλο‧ποί‧η‧ση

Noun

[edit]

απλοποίηση (aplopoíisif (plural απλοποιήσεις)

  1. simplification
    Synonym: απλούστευση (aploústefsi)

Declension

[edit]
singular plural
nominative απλοποίηση (aplopoíisi) απλοποιήσεις (aplopoiíseis)
genitive απλοποίησης (aplopoíisis) απλοποιήσεων (aplopoiíseon)
accusative απλοποίηση (aplopoíisi) απλοποιήσεις (aplopoiíseis)
vocative απλοποίηση (aplopoíisi) απλοποιήσεις (aplopoiíseis)

Older or formal genitive singular: απλοποιήσεως (aplopoiíseos)

[edit]
  • see: απλός (aplós, plain, simple, adjective)

References

[edit]
  1. ^ απλοποίηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language