μονοκαλλιέργεια
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From μονο- (mono-) + καλλιέργεια (kalliérgeia); calque of French monoculture.
Noun
[edit]μονοκαλλιέργεια • (monokalliérgeia) f (plural μονοκαλλιέργειες)
- monoculture (the cultivation of a single crop at a time)
- Coordinate term: πολυκαλλιέργεια (polykalliérgeia)
Declension
[edit]Declension of μονοκαλλιέργεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μονοκαλλιέργεια • | μονοκαλλιέργειες • |
genitive | μονοκαλλιέργειας • | μονοκαλλιεργειών • |
accusative | μονοκαλλιέργεια • | μονοκαλλιέργειες • |
vocative | μονοκαλλιέργεια • | μονοκαλλιέργειες • |