Jump to content

μονοκαλλιέργεια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From μονο- (mono-) +‎ καλλιέργεια (kalliérgeia); calque of French monoculture.

Noun

[edit]

μονοκαλλιέργεια (monokalliérgeiaf (plural μονοκαλλιέργειες)

  1. monoculture (the cultivation of a single crop at a time)
    Coordinate term: πολυκαλλιέργεια (polykalliérgeia)

Declension

[edit]
Declension of μονοκαλλιέργεια
singular plural
nominative μονοκαλλιέργεια (monokalliérgeia) μονοκαλλιέργειες (monokalliérgeies)
genitive μονοκαλλιέργειας (monokalliérgeias) μονοκαλλιεργειών (monokalliergeión)
accusative μονοκαλλιέργεια (monokalliérgeia) μονοκαλλιέργειες (monokalliérgeies)
vocative μονοκαλλιέργεια (monokalliérgeia) μονοκαλλιέργειες (monokalliérgeies)