καλλιέργεια
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Byzantine Greek καλλιέργεια (kalliérgeia).
Noun
[edit]καλλιέργεια • (kalliérgeia) f (plural καλλιέργειες)
- (biology, microbiology) culture
- κυττάρων μέσα καλλιέργειας ― kyttáron mésa kalliérgeias ― cell culture media
- (figuratively) culture, cultivation
- Η καλλιέργεια των καλύτερων διεθνών σχέσεων ― I kalliérgeia ton kalýteron diethnón schéseon ― the cultivation of better international relations
- Ένας σκοπός του μαθήματος είναι η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης. ― Énas skopós tou mathímatos eínai i kalliérgeia tis kritikís sképsis. ― One aim of this course is the cultivation of critical thought.
- (horticulture) culture, cultivation
Declension
[edit]Declension of καλλιέργεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καλλιέργεια • | καλλιέργειες • |
genitive | καλλιέργειας • | καλλιεργειών • |
accusative | καλλιέργεια • | καλλιέργειες • |
vocative | καλλιέργεια • | καλλιέργειες • |
Derived terms
[edit]- ιχθυοκαλλιέργεια f (ichthyokalliérgeia)
- μονοκαλλιέργεια f (monokalliérgeia)
- πολυκαλλιέργεια f (polykalliérgeia)
- υδατοκαλλιέργεια f (ydatokalliérgeia)
See also
[edit]- πολιτισμός m (politismós, “culture”) (of country, etc)
- κουλτούρα f (koultoúra, “culture”) (of the arts)
Further reading
[edit]- καλλιέργεια, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language