ιχθυοκαλλιέργεια
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from ιχθυο- (ichthyo-) + καλλιέργεια (kalliérgeia), a calque of French pisciculture.[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ιχθυοκαλλιέργεια • (ichthyokalliérgeia) f
Declension
[edit]Declension of ιχθυοκαλλιέργεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιχθυοκαλλιέργεια • | ιχθυοκαλλιέργειες • |
genitive | ιχθυοκαλλιέργειας • | ιχθυοκαλλιεργειών • |
accusative | ιχθυοκαλλιέργεια • | ιχθυοκαλλιέργειες • |
vocative | ιχθυοκαλλιέργεια • | ιχθυοκαλλιέργειες • |
References
[edit]- ^ ιχθυοκαλλιέργεια, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language