υδατοκαλλιέργεια

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From υδατο- (ydato-) +‎ καλλιέργεια (kalliérgeia).

Noun

[edit]

υδατοκαλλιέργεια (ydatokalliérgeiaf

  1. aquaculture

Declension

[edit]
singular plural
nominative υδατοκαλλιέργεια (ydatokalliérgeia) υδατοκαλλιέργειες (ydatokalliérgeies)
genitive υδατοκαλλιέργειας (ydatokalliérgeias) υδατοκαλλιεργειών (ydatokalliergeión)
accusative υδατοκαλλιέργεια (ydatokalliérgeia) υδατοκαλλιέργειες (ydatokalliérgeies)
vocative υδατοκαλλιέργεια (ydatokalliérgeia) υδατοκαλλιέργειες (ydatokalliérgeies)

Further reading

[edit]