πολυκαλλιέργεια
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From πολυ- (poly-) + καλλιέργεια (kalliérgeia); calque of French polyculture.
Noun
[edit]πολυκαλλιέργεια • (polykalliérgeia) f (plural πολυκαλλιέργειες)
- polyculture (the planting of two or more crops in the same place)
- Coordinate term: μονοκαλλιέργεια (monokalliérgeia)
Declension
[edit]Declension of πολυκαλλιέργεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πολυκαλλιέργεια • | πολυκαλλιέργειες • |
genitive | πολυκαλλιέργειας • | πολυκαλλιεργειών • |
accusative | πολυκαλλιέργεια • | πολυκαλλιέργειες • |
vocative | πολυκαλλιέργεια • | πολυκαλλιέργειες • |