διαιτησία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from διαιτη(τής) (diaiti(tís)) + -σία (-sía), a calque of French arbitrage.[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]διαιτησία • (diaitisía) f
Declension
[edit]Declension of διαιτησία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαιτησία • | διαιτησίες • |
genitive | διαιτησίας • | διαιτησιών • |
accusative | διαιτησία • | διαιτησίες • |
vocative | διαιτησία • | διαιτησίες • |
Related terms
[edit]- διαιτητεύω (diaititévo)
- διαιτητής m (diaititís), διαιτήτρια f (diaitítria)
- διαιτητικός (diaititikós)
References
[edit]- ^ διαιτησία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language