Jump to content

διαιτητής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

διαιτητής (diaititísm (plural διαιτητές)

  1. (sports) referee (umpire, judge, the supervisor of a game)
  2. (law) arbitrator

Declension

[edit]
Declension of διαιτητής
singular plural
nominative διαιτητής (diaititís) διαιτητές (diaitités)
genitive διαιτητή (diaitití) διαιτητών (diaititón)
accusative διαιτητή (diaitití) διαιτητές (diaitités)
vocative διαιτητή (diaitití) διαιτητές (diaitités)
[edit]