From Wiktionary, the free dictionary
ορχήστρ(α) ( orchístr(a) , “ in ” ) + ορχήστρα ( orchístra , “ orchestra ” ) + -ώνω ( -óno , suffix for verbs ) , calque of French orchestrer .
IPA (key ) : /e.noɾ.çiˈstɾo.no/
Hyphenation: εν‧ορ‧χη‧στρώ‧νω
ενορχηστρώνω • (enorchistróno ) (past ενορχήστρωσα , passive ενορχηστρώνομαι )
( music ) to orchestrate ( arrange music for performance by an orchestra )
Έγραψα το κομμάτι για πιάνο αλλά τώρα που θα δώσω συναυλία, πρέπει να το ενορχηστρώσω . Égrapsa to kommáti gia piáno allá tóra pou tha dóso synavlía, prépei na to enorchistróso . I wrote the piece for piano but now that I am giving a concert, I have to orchestrate it.
( figuratively ) to orchestrate ( control diverse elements )
Ο ταγματάρχης ήταν υπεύθυνος για την ενορχήστρωση της επίθεσης. O tagmatárchis ítan ypéfthynos gia tin enorchístrosi tis epíthesis. The major was responsible for the orchestration of the attack.
ενορχηστρώνω ενορχηστρώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ενορχηστρώνω
ενορχηστρώσω
ενορχηστρώνομαι
ενορχηστρωθώ
2 sg
ενορχηστρώνεις
ενορχηστρώσεις
ενορχηστρώνεσαι
ενορχηστρωθείς
3 sg
ενορχηστρώνει
ενορχηστρώσει
ενορχηστρώνεται
ενορχηστρωθεί
1 pl
ενορχηστρώνουμε , [‑ομε ]
ενορχηστρώσουμε , [‑ομε ]
ενορχηστρωνόμαστε
ενορχηστρωθούμε
2 pl
ενορχηστρώνετε
ενορχηστρώσετε
ενορχηστρώνεστε , ενορχηστρωνόσαστε
ενορχηστρωθείτε
3 pl
ενορχηστρώνουν (ε )
ενορχηστρώσουν (ε )
ενορχηστρώνονται
ενορχηστρωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ενορχήστρωνα
ενορχήστρωσα
ενορχηστρωνόμουν (α )
ενορχηστρώθηκα
2 sg
ενορχήστρωνες
ενορχήστρωσες
ενορχηστρωνόσουν (α )
ενορχηστρώθηκες
3 sg
ενορχήστρωνε
ενορχήστρωσε
ενορχηστρωνόταν (ε )
ενορχηστρώθηκε
1 pl
ενορχηστρώναμε
ενορχηστρώσαμε
ενορχηστρωνόμασταν , (‑όμαστε )
ενορχηστρωθήκαμε
2 pl
ενορχηστρώνατε
ενορχηστρώσατε
ενορχηστρωνόσασταν , (‑όσαστε )
ενορχηστρωθήκατε
3 pl
ενορχήστρωναν , ενορχηστρώναν (ε )
ενορχήστρωσαν , ενορχηστρώσαν (ε )
ενορχηστρώνονταν , (ενορχηστρωνόντουσαν )
ενορχηστρώθηκαν , ενορχηστρωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ενορχηστρώνω ➤
θα ενορχηστρώσω ➤
θα ενορχηστρώνομαι ➤
θα ενορχηστρωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ενορχηστρώνεις , …
θα ενορχηστρώσεις , …
θα ενορχηστρώνεσαι , …
θα ενορχηστρωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ενορχηστρώσει έχω, έχεις, … ενορχηστρωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ενορχηστρωθεί είμαι , είσαι , … ενορχηστρωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ενορχηστρώσει είχα, είχες, … ενορχηστρωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ενορχηστρωθεί ήμουν , ήσουν , … ενορχηστρωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … ενορχηστρώσει θα έχω, θα έχεις, … ενορχηστρωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ενορχηστρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … ενορχηστρωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ενορχήστρωνε
ενορχήστρωσε
—
ενορχηστρώσου
2 pl
ενορχηστρώνετε
ενορχηστρώστε
ενορχηστρώνεστε
ενορχηστρωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ενορχηστρώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας ενορχηστρώσει ➤
ενορχηστρωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ενορχηστρώσει
ενορχηστρωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.