Jump to content

ενορχήστρωση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

εν- (en-) +‎ ορχήστρα (orchístra, orchestra), calque of French orchestration. First attested 1889.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /enoɾˈçistɾosi/
  • Hyphenation: εν‧ορ‧χή‧στρω‧ση

Noun

[edit]

ενορχήστρωση (enorchístrosif (plural ενορχηστρώσεις)

  1. (music) orchestration (arrangement of music for performance by an orchestra)
    Η ενορχήστρωση του Μότσαρτ είναι ιδιαιτέρως καλή.
    I enorchístrosi tou Mótsart eínai idiaitéros kalí.
    Mozart's orchestration is particularly good.
  2. (figuratively) orchestration (control of diverse elements)
    Ο ταγματάρχης ήταν υπεύθυνος για την ενορχήστρωση της επίθεσης.
    O tagmatárchis ítan ypéfthynos gia tin enorchístrosi tis epíthesis.
    The major was responsible for the orchestration of the attack.

Declension

[edit]
Declension of ενορχήστρωση
singular plural
nominative ενορχήστρωση (enorchístrosi) ενορχηστρώσεις (enorchistróseis)
genitive ενορχήστρωσης (enorchístrosis) ενορχηστρώσεων (enorchistróseon)
accusative ενορχήστρωση (enorchístrosi) ενορχηστρώσεις (enorchistróseis)
vocative ενορχήστρωση (enorchístrosi) ενορχηστρώσεις (enorchistróseis)

Older or formal genitive singular: ενορχηστρώσεως (enorchistróseos)

[edit]