Jump to content

βομβαρδισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from βομβαρδίζω (vomvardízo) +‎ -μός (-mós) with calque of French bombardement.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /vom.vaɾ.ðiˈzmos/
  • Hyphenation: βομ‧βαρ‧δι‧σμός

Noun

[edit]

βομβαρδισμός (vomvardismósm (plural βομβαρδισμοί)

  1. bombardment, bombing

Declension

[edit]
Declension of βομβαρδισμός
singular plural
nominative βομβαρδισμός (vomvardismós) βομβαρδισμοί (vomvardismoí)
genitive βομβαρδισμού (vomvardismoú) βομβαρδισμών (vomvardismón)
accusative βομβαρδισμό (vomvardismó) βομβαρδισμούς (vomvardismoús)
vocative βομβαρδισμέ (vomvardismé) βομβαρδισμοί (vomvardismoí)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ βομβαρδισμός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language