ευκλείδειος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from Koine Greek Εὐκλείδης (Eukleídēs) + -ειος (-eios), a calque of French euclidien.[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ευκλείδειος • (efkleídeios) m (feminine ευκλείδειος or ευκλείδεια, neuter ευκλείδειο)
- Euclidean (of, pertaining to, or adhering to the principles of traditional geometry, in which parallel lines are equidistant, as described in Euclid's Elements)
- ευκλείδεια γεωμετρία ― efkleídeia geometría ― Euclidean geometry
- of Euclides (of or pertaining to the eponymous archon of Athens for the year running from July/August 403 BC until June/July 402 BC)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ευκλείδειος (efkleídeios) | ευκλείδειος (efkleídeios) ευκλείδεια (efkleídeia) |
ευκλείδειο (efkleídeio) | ευκλείδειοι (efkleídeioi) | ευκλείδειοι (efkleídeioi) ευκλείδειες (efkleídeies) |
ευκλείδεια (efkleídeia) | |
genitive | ευκλείδειου (efkleídeiou) ευκλειδείου (efkleideíou) |
ευκλειδείου (efkleideíou) ευκλείδειας (efkleídeias) |
ευκλείδειου (efkleídeiou) ευκλειδείου (efkleideíou) |
ευκλείδειων (efkleídeion) ευκλειδείων (efkleideíon) |
ευκλειδείων (efkleideíon) | ευκλείδειων (efkleídeion) ευκλειδείων (efkleideíon) | |
accusative | ευκλείδειο (efkleídeio) | ευκλείδειο (efkleídeio) ευκλείδεια (efkleídeia) |
ευκλείδειο (efkleídeio) | ευκλείδειους (efkleídeious) ευκλειδείους (efkleideíous) |
ευκλειδείους (efkleideíous) ευκλείδειες (efkleídeies) |
ευκλείδεια (efkleídeia) | |
vocative | ευκλείδειε (efkleídeie) | ευκλείδειε (efkleídeie) ευκλείδεια (efkleídeia) |
ευκλείδειο (efkleídeio) | ευκλείδειοι (efkleídeioi) | ευκλείδειοι (efkleídeioi) ευκλείδειες (efkleídeies) |
ευκλείδεια (efkleídeia) |
References
[edit]- ^ ευκλείδειος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Further reading
[edit]- Ευκλείδεια γεωμετρία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el