From Wiktionary, the free dictionary
Learnedly from αξιο- ( axio- ) + -ποιώ ( -poió ) , a calque of French mettre en valeur .[ 1]
αξιοποιώ • (axiopoió ) (past αξιοποίησα , passive αξιοποιούμαι , ppp αξιοποιημένος )
to utilise ( UK ) , utilize ( US )
to exploit , develop
αξιοποιώ , αξιοποιούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αξιοποιώ
αξιοποιήσω
αξιοποιούμαι
αξιοποιηθώ
2 sg
αξιοποιείς
αξιοποιήσεις
αξιοποιείσαι
αξιοποιηθείς
3 sg
αξιοποιεί
αξιοποιήσει
αξιοποιείται
αξιοποιηθεί
1 pl
αξιοποιούμε
αξιοποιήσουμε , [-ομε ]
αξιοποιούμαστε , αξιοποιόμαστε
αξιοποιηθούμε
2 pl
αξιοποιείτε
αξιοποιήσετε
αξιοποιείστε , (αξιοποιόσαστε )
αξιοποιηθείτε
3 pl
αξιοποιούν (ε )
αξιοποιήσουν (ε )
αξιοποιούνται
αξιοποιηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αξιοποιούσα
αξιοποίησα
αξιοποιούμουν (α ), αξιοποιόμουν (α )
αξιοποιήθηκα
2 sg
αξιοποιούσες
αξιοποίησες
[αξιοποιούσουν (α )], αξιοποιόσουν (α )
αξιοποιήθηκες
3 sg
αξιοποιούσε
αξιοποίησε
αξιοποιούνταν , αξιοποιόταν (ε ), {αξιοποιείτο }
αξιοποιήθηκε
1 pl
αξιοποιούσαμε
αξιοποιήσαμε
αξιοποιούμασταν , (‑ούμαστε ), αξιοποιόμασταν , (‑όμαστε )
αξιοποιηθήκαμε
2 pl
αξιοποιούσατε
αξιοποιήσατε
[αξιοποιούσασταν , (‑ούσαστε )], αξιοποιόσασταν , (‑όσαστε )
αξιοποιηθήκατε
3 pl
αξιοποιούσαν (ε )
αξιοποίησαν , αξιοποιήσαν (ε )
αξιοποιούνταν , αξιοποιόνταν (ε ), (αξιοποιόντουσαν ), {αξιοποιούντο }
αξιοποιήθηκαν , αξιοποιηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αξιοποιώ ➤
θα αξιοποιήσω ➤
θα αξιοποιούμαι ➤
θα αξιοποιηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αξιοποιείς , …
θα αξιοποιήσεις , …
θα αξιοποιείσαι , …
θα αξιοποιηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αξιοποιήσει έχω, έχεις, … αξιοποιημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αξιοποιηθεί είμαι , είσαι , … αξιοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αξιοποιήσει είχα, είχες, … αξιοποιημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αξιοποιηθεί ήμουν , ήσουν , … αξιοποιημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … αξιοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … αξιοποιημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αξιοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … αξιοποιημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
αξιοποίησε
—
αξιοποιήσου
2 pl
αξιοποιείτε
αξιοποιήστε
αξιοποιείστε
αξιοποιηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αξιοποιώντας ➤
αξιοποιούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας αξιοποιήσει ➤
αξιοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αξιοποιήσει
αξιοποιηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.