From Wiktionary, the free dictionary
Learnedly from απο- ( apo- ) + φυλακίζω ( fylakízo ) , a calque of French désemprisonner .[ 1]
IPA (key ) : /a.po.fi.laˈci.zo/
Hyphenation: α‧πο‧φυ‧λα‧κί‧ζω
αποφυλακίζω • (apofylakízo ) (past αποφυλάκισα , passive αποφυλακίζομαι , ppp αποφυλακισμένος )
( transitive ) to discharge , release ( prisoner )
αποφυλακίζω αποφυλακίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αποφυλακίζω
αποφυλακίσω
αποφυλακίζομαι
αποφυλακιστώ
2 sg
αποφυλακίζεις
αποφυλακίσεις
αποφυλακίζεσαι
αποφυλακιστείς
3 sg
αποφυλακίζει
αποφυλακίσει
αποφυλακίζεται
αποφυλακιστεί
1 pl
αποφυλακίζουμε , [‑ομε ]
αποφυλακίσουμε , [‑ομε ]
αποφυλακιζόμαστε
αποφυλακιστούμε
2 pl
αποφυλακίζετε
αποφυλακίσετε
αποφυλακίζεστε , αποφυλακιζόσαστε
αποφυλακιστείτε
3 pl
αποφυλακίζουν (ε )
αποφυλακίσουν (ε )
αποφυλακίζονται
αποφυλακιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αποφυλάκιζα
αποφυλάκισα
αποφυλακιζόμουν (α )
αποφυλακίστηκα
2 sg
αποφυλάκιζες
αποφυλάκισες
αποφυλακιζόσουν (α )
αποφυλακίστηκες
3 sg
αποφυλάκιζε
αποφυλάκισε
αποφυλακιζόταν (ε )
αποφυλακίστηκε
1 pl
αποφυλακίζαμε
αποφυλακίσαμε
αποφυλακιζόμασταν , (‑όμαστε )
αποφυλακιστήκαμε
2 pl
αποφυλακίζατε
αποφυλακίσατε
αποφυλακιζόσασταν , (‑όσαστε )
αποφυλακιστήκατε
3 pl
αποφυλάκιζαν , αποφυλακίζαν (ε )
αποφυλάκισαν , αποφυλακίσαν (ε )
αποφυλακίζονταν , (αποφυλακιζόντουσαν )
αποφυλακίστηκαν , αποφυλακιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αποφυλακίζω ➤
θα αποφυλακίσω ➤
θα αποφυλακίζομαι ➤
θα αποφυλακιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αποφυλακίζεις , …
θα αποφυλακίσεις , …
θα αποφυλακίζεσαι , …
θα αποφυλακιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αποφυλακίσει έχω, έχεις, … αποφυλακισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αποφυλακιστεί είμαι , είσαι , … αποφυλακισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αποφυλακίσει είχα, είχες, … αποφυλακισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αποφυλακιστεί ήμουν , ήσουν , … αποφυλακισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αποφυλακίσει θα έχω, θα έχεις, … αποφυλακισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αποφυλακιστεί θα είμαι, θα είσαι, … αποφυλακισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αποφυλάκιζε
αποφυλάκισε
—
αποφυλακίσου
2 pl
αποφυλακίζετε
αποφυλακίστε
αποφυλακίζεστε
αποφυλακιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αποφυλακίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αποφυλακίσει ➤
αποφυλακισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αποφυλακίσει
αποφυλακιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
see: φυλακή f ( fylakí , “ prison ” )