αποφυλακιστήριο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αποφυλακιστήριο • (apofylakistírio) n (plural αποφυλακιστήρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποφυλακιστήριο (apofylakistírio) | αποφυλακιστήρια (apofylakistíria) |
genitive | αποφυλακιστηρίου (apofylakistiríou) αποφυλακιστήριου (apofylakistíriou) |
αποφυλακιστηρίων (apofylakistiríon) |
accusative | αποφυλακιστήριο (apofylakistírio) | αποφυλακιστήρια (apofylakistíria) |
vocative | αποφυλακιστήριο (apofylakistírio) | αποφυλακιστήρια (apofylakistíria) |
Related terms
[edit]- αποφυλάκιση f (apofylákisi, “release, discharge”)
- αποφυλακίζω n (apofylakízo, “release documentation”)
- and see: φυλακή f (fylakí, “prison”)
Further reading
[edit]- αποφυλακιστήριο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language