Jump to content

αποφυλακιστήριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποφυλακιστήριο (apofylakistírion (plural αποφυλακιστήρια)

  1. release documentation/papers

Declension

[edit]
Declension of αποφυλακιστήριο
singular plural
nominative αποφυλακιστήριο (apofylakistírio) αποφυλακιστήρια (apofylakistíria)
genitive αποφυλακιστηρίου (apofylakistiríou)
αποφυλακιστήριου (apofylakistíriou)
αποφυλακιστηρίων (apofylakistiríon)
accusative αποφυλακιστήριο (apofylakistírio) αποφυλακιστήρια (apofylakistíria)
vocative αποφυλακιστήριο (apofylakistírio) αποφυλακιστήρια (apofylakistíria)
[edit]

Further reading

[edit]