From Wiktionary, the free dictionary
Learnedly from εξ- ( ex- ) + ουδέτερ(ος) ( oudéter(os) , “ neutral ” ) + -ώνω ( -óno ) , a calque of French neutraliser .[ 1]
IPA (key ) : /e.ksu.ðe.teˈɾo.no/
Hyphenation: ε‧ξου‧δε‧τε‧ρώ‧νω
εξουδετερώνω • (exoudeteróno ) (past εξουδετέρωσα , passive εξουδετερώνομαι , p‑past εξουδετερώθηκα , ppp εξουδετερωμένος )
to neutralize ( to make even, inactive or ineffective )
( chemistry ) to neutralize
εξουδετερώνω εξουδετερώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
εξουδετερώνω
εξουδετερώσω
εξουδετερώνομαι
εξουδετερωθώ
2 sg
εξουδετερώνεις
εξουδετερώσεις
εξουδετερώνεσαι
εξουδετερωθείς
3 sg
εξουδετερώνει
εξουδετερώσει
εξουδετερώνεται
εξουδετερωθεί
1 pl
εξουδετερώνουμε , [‑ομε ]
εξουδετερώσουμε , [‑ομε ]
εξουδετερωνόμαστε
εξουδετερωθούμε
2 pl
εξουδετερώνετε
εξουδετερώσετε
εξουδετερώνεστε , εξουδετερωνόσαστε
εξουδετερωθείτε
3 pl
εξουδετερώνουν (ε )
εξουδετερώσουν (ε )
εξουδετερώνονται
εξουδετερωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
εξουδετέρωνα
εξουδετέρωσαα
εξουδετερωνόμουν (α )
εξουδετερώθηκα
2 sg
εξουδετέρωνες
εξουδετέρωσαες
εξουδετερωνόσουν (α )
εξουδετερώθηκες
3 sg
εξουδετέρωνε
εξουδετέρωσαε
εξουδετερωνόταν (ε )
εξουδετερώθηκε
1 pl
εξουδετερώναμε
εξουδετερώσαμε
εξουδετερωνόμασταν , (‑όμαστε )
εξουδετερωθήκαμε
2 pl
εξουδετερώνατε
εξουδετερώσατε
εξουδετερωνόσασταν , (‑όσαστε )
εξουδετερωθήκατε
3 pl
εξουδετέρωναν , εξουδετερώναν (ε )
εξουδετέρωσααν , εξουδετερώσαν (ε )
εξουδετερώνονταν , (εξουδετερωνόντουσαν )
εξουδετερώθηκαν , εξουδετερωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα εξουδετερώνω ➤
θα εξουδετερώσω ➤
θα εξουδετερώνομαι ➤
θα εξουδετερωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα εξουδετερώνεις , …
θα εξουδετερώσεις , …
θα εξουδετερώνεσαι , …
θα εξουδετερωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … εξουδετερώσει έχω, έχεις, … εξουδετερωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … εξουδετερωθεί είμαι , είσαι , … εξουδετερωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … εξουδετερώσει είχα, είχες, … εξουδετερωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … εξουδετερωθεί ήμουν , ήσουν , … εξουδετερωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … εξουδετερώσει θα έχω, θα έχεις, … εξουδετερωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … εξουδετερωθεί θα είμαι, θα είσαι, … εξουδετερωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
εξουδετέρωνε
εξουδετέρωσαε
—
εξουδετερώσου
2 pl
εξουδετερώνετε
εξουδετερώστε
εξουδετερώνεστε
εξουδετερωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
εξουδετερώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας εξουδετερώσει ➤
εξουδετερωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
εξουδετερώσει
εξουδετερωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.