Jump to content

αλτρουιστής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

Calque of French altruiste.

Noun

[edit]

αλτρουιστής (altrouistísm (plural αλτρουιστές, feminine αλτρουίστρια)

  1. altruist

Declension

[edit]
Declension of αλτρουιστής
singular plural
nominative αλτρουιστής (altrouistís) αλτρουιστές (altrouistés)
genitive αλτρουιστή (altrouistí) αλτρουιστών (altrouistón)
accusative αλτρουιστή (altrouistí) αλτρουιστές (altrouistés)
vocative αλτρουιστή (altrouistí) αλτρουιστές (altrouistés)
[edit]