εξαγνίζω
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from εξ- (ex-) + αγν(ός) (agn(ós), “pure”) + -ίζω (-ízo), a loose calque of French purifier.[1]
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]εξαγνίζω • (exagnízo) (past εξάγνισα, passive εξαγνίζομαι, p‑past εξαγνίστηκα, ppp εξαγνισμένος)
- (transitive) to purify (to free from guilt or sin)
Conjugation
[edit]εξαγνίζω εξαγνίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | εξαγνίζω | εξαγνίσω | εξαγνίζομαι | εξαγνιστώ |
2 sg | εξαγνίζεις | εξαγνίσεις | εξαγνίζεσαι | εξαγνιστείς |
3 sg | εξαγνίζει | εξαγνίσει | εξαγνίζεται | εξαγνιστεί |
1 pl | εξαγνίζουμε, [‑ομε] | εξαγνίσουμε, [‑ομε] | εξαγνιζόμαστε | εξαγνιστούμε |
2 pl | εξαγνίζετε | εξαγνίσετε | εξαγνίζεστε, εξαγνιζόσαστε | εξαγνιστείτε |
3 pl | εξαγνίζουν(ε) | εξαγνίσουν(ε) | εξαγνίζονται | εξαγνιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | εξάγνιζα | εξάγνισα | εξαγνιζόμουν(α) | εξαγνίστηκα |
2 sg | εξάγνιζες | εξάγνισες | εξαγνιζόσουν(α) | εξαγνίστηκες |
3 sg | εξάγνιζε | εξάγνισε | εξαγνιζόταν(ε) | εξαγνίστηκε |
1 pl | εξαγνίζαμε | εξαγνίσαμε | εξαγνιζόμασταν, (‑όμαστε) | εξαγνιστήκαμε |
2 pl | εξαγνίζατε | εξαγνίσατε | εξαγνιζόσασταν, (‑όσαστε) | εξαγνιστήκατε |
3 pl | εξάγνιζαν, εξαγνίζαν(ε) | εξάγνισαν, εξαγνίσαν(ε) | εξαγνίζονταν, (εξαγνιζόντουσαν) | εξαγνίστηκαν, εξαγνιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα εξαγνίζω ➤ | θα εξαγνίσω ➤ | θα εξαγνίζομαι ➤ | θα εξαγνιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εξαγνίζεις, … | θα εξαγνίσεις, … | θα εξαγνίζεσαι, … | θα εξαγνιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εξαγνίσει έχω, έχεις, … εξαγνισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … εξαγνιστεί είμαι, είσαι, … εξαγνισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εξαγνίσει είχα, είχες, … εξαγνισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … εξαγνιστεί ήμουν, ήσουν, … εξαγνισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εξαγνίσει θα έχω, θα έχεις, … εξαγνισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … εξαγνιστεί θα είμαι, θα είσαι, … εξαγνισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | εξάγνιζε | εξάγνισε | — | εξαγνίσου |
2 pl | εξαγνίζετε | εξαγνίστε | εξαγνίζεστε | εξαγνιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | εξαγνίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας εξαγνίσει ➤ | εξαγνισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | εξαγνίσει | εξαγνιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
[edit]- εξαγνισμός m (exagnismós)
- εξαγνιστήριος (exagnistírios)
- εξαγνιστικός (exagnistikós)
See also
[edit]- καθαρίζω (katharízo)
References
[edit]- ^ εξαγνίζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language