Jump to content

αγνός

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἄγνος and ἁγνός

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἁγνός (hagnós, chaste).

Adjective

[edit]

αγνός (agnósm (feminine αγνή, neuter αγνό)

  1. pure, chaste, innocent
  2. pure, undiluted

Declension

[edit]
Declension of αγνός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγνός (agnós) αγνή (agní) αγνό (agnó) αγνοί (agnoí) αγνές (agnés) αγνά (agná)
genitive αγνού (agnoú) αγνής (agnís) αγνού (agnoú) αγνών (agnón) αγνών (agnón) αγνών (agnón)
accusative αγνό (agnó) αγνή (agní) αγνό (agnó) αγνούς (agnoús) αγνές (agnés) αγνά (agná)
vocative αγνέ (agné) αγνή (agní) αγνό (agnó) αγνοί (agnoí) αγνές (agnés) αγνά (agná)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγνός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγνός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγνότερος (agnóteros) αγνότερη (agnóteri) αγνότερο (agnótero) αγνότεροι (agnóteroi) αγνότερες (agnóteres) αγνότερα (agnótera)
genitive αγνότερου (agnóterou) αγνότερης (agnóteris) αγνότερου (agnóterou) αγνότερων (agnóteron) αγνότερων (agnóteron) αγνότερων (agnóteron)
accusative αγνότερο (agnótero) αγνότερη (agnóteri) αγνότερο (agnótero) αγνότερους (agnóterous) αγνότερες (agnóteres) αγνότερα (agnótera)
vocative αγνότερε (agnótere) αγνότερη (agnóteri) αγνότερο (agnótero) αγνότεροι (agnóteroi) αγνότερες (agnóteres) αγνότερα (agnótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αγνότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγνότατος (agnótatos) αγνότατη (agnótati) αγνότατο (agnótato) αγνότατοι (agnótatoi) αγνότατες (agnótates) αγνότατα (agnótata)
genitive αγνότατου (agnótatou) αγνότατης (agnótatis) αγνότατου (agnótatou) αγνότατων (agnótaton) αγνότατων (agnótaton) αγνότατων (agnótaton)
accusative αγνότατο (agnótato) αγνότατη (agnótati) αγνότατο (agnótato) αγνότατους (agnótatous) αγνότατες (agnótates) αγνότατα (agnótata)
vocative αγνότατε (agnótate) αγνότατη (agnótati) αγνότατο (agnótato) αγνότατοι (agnótatoi) αγνότατες (agnótates) αγνότατα (agnótata)

Synonyms

[edit]
[edit]