μοντελιστής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]μοντέλο (montélo, “model”) + -ιστής (-istís, “-ist, -er”), calque of French modéliste.
Noun
[edit]μοντελιστής • (montelistís) m (plural μοντελιστές, feminine μοντελίστρια)
Declension
[edit]Declension of μοντελιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μοντελιστής • | μοντελιστές • |
genitive | μοντελιστή • | μοντελιστών • |
accusative | μοντελιστή • | μοντελιστές • |
vocative | μοντελιστή • | μοντελιστές • |