Jump to content

μοντελίστρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μοντελίστρια (montelístriaf (plural μοντελίστριες, masculine μοντελιστής)

  1. modeller, model maker

Declension

[edit]
Declension of μοντελίστρια
singular plural
nominative μοντελίστρια (montelístria) μοντελίστριες (montelístries)
genitive μοντελίστριας (montelístrias) μοντελιστριών (montelistrión)
accusative μοντελίστρια (montelístria) μοντελίστριες (montelístries)
vocative μοντελίστρια (montelístria) μοντελίστριες (montelístries)
[edit]
see: μοντέλο n (montélo, model)