μοντελίστρια
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]μοντελίστρια • (montelístria) f (plural μοντελίστριες, masculine μοντελιστής)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μοντελίστρια (montelístria) | μοντελίστριες (montelístries) |
genitive | μοντελίστριας (montelístrias) | μοντελιστριών (montelistrión) |
accusative | μοντελίστρια (montelístria) | μοντελίστριες (montelístries) |
vocative | μοντελίστρια (montelístria) | μοντελίστριες (montelístries) |
Related terms
[edit]- see: μοντέλο n (montélo, “model”)