|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
εξατομικεύω
|
εξατομικεύσω
|
εξατομικεύομαι
|
εξατομικευτώ, εξατομικευθώ
|
2 sg
|
εξατομικεύεις
|
εξατομικεύσεις
|
εξατομικεύεσαι
|
εξατομικευτείς, εξατομικευθείς
|
3 sg
|
εξατομικεύει
|
εξατομικεύσει
|
εξατομικεύεται
|
εξατομικευτεί, εξατομικευθεί
|
|
1 pl
|
εξατομικεύουμε, [‑ομε]
|
εξατομικεύσουμε, [‑ομε]
|
εξατομικευόμαστε
|
εξατομικευτούμε, εξατομικευθούμε
|
2 pl
|
εξατομικεύετε
|
εξατομικεύσετε
|
εξατομικεύεστε, εξατομικευόσαστε
|
εξατομικευτείτε, εξατομικευθείτε
|
3 pl
|
εξατομικεύουν(ε)
|
εξατομικεύσουν(ε)
|
εξατομικεύονται
|
εξατομικευτούν(ε), εξατομικευθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
εξατομίκευα
|
εξατομίκευσα
|
εξατομικευόμουν(α)
|
εξατομικεύτηκα, εξατομικεύθηκα
|
2 sg
|
εξατομίκευες
|
εξατομίκευσες
|
εξατομικευόσουν(α)
|
εξατομικεύτηκες, εξατομικεύθηκες
|
3 sg
|
εξατομίκευε
|
εξατομίκευσε
|
εξατομικευόταν(ε)
|
εξατομικεύτηκε, εξατομικεύθηκε
|
|
1 pl
|
εξατομικεύαμε
|
εξατομικεύσαμε
|
εξατομικευόμασταν, (‑όμαστε)
|
εξατομικευτήκαμε, εξατομικευθήκαμε
|
2 pl
|
εξατομικεύατε
|
εξατομικεύσατε
|
εξατομικευόσασταν, (‑όσαστε)
|
εξατομικευτήκατε, εξατομικευθήκατε
|
3 pl
|
εξατομίκευαν, εξατομικεύαν(ε)
|
εξατομίκευσαν, εξατομικεύσαν(ε)
|
εξατομικεύονταν, (εξατομικευόντουσαν)
|
εξατομικεύτηκαν, εξατομικευτήκαν(ε), εξατομικεύθηκαν, εξατομικευθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα εξατομικεύω ➤
|
θα εξατομικεύσω ➤
|
θα εξατομικεύομαι ➤
|
θα εξατομικευτώ / εξατομικευθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα εξατομικεύεις, …
|
θα εξατομικεύσεις, …
|
θα εξατομικεύεσαι, …
|
θα εξατομικευτείς / εξατομικευθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … εξατομικεύσει έχω, έχεις, … εξατομικευμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … εξατομικευτεί / εξατομικευθεί είμαι, είσαι, … εξατομικευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … εξατομικεύσει είχα, είχες, … εξατομικευμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … εξατομικευτεί / εξατομικευθεί ήμουν, ήσουν, … εξατομικευμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … εξατομικεύσει θα έχω, θα έχεις, … εξατομικευμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … εξατομικευτεί / εξατομικευθεί θα είμαι, θα είσαι, … εξατομικευμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
εξατομίκευε
|
εξατομίκευσε
|
—
|
εξατομικεύσου
|
2 pl
|
εξατομικεύετε
|
εξατομικεύστε
|
εξατομικεύεστε
|
εξατομικευτείτε, εξατομικευθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
εξατομικεύοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας εξατομικεύσει ➤
|
εξατομικευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
εξατομικεύσει
|
εξατομικευτεί, εξατομικευθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ-. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|