From Wiktionary, the free dictionary
Learnedly from εξ- ( ex- ) + ατομικ(ός) ( atomik(ós) ) + -εύω ( -évo ) , a calque of French individualiser .[ 1]
IPA (key ) : /e.ksa.to.miˈce.vo/
Hyphenation: ε‧ξα‧το‧μι‧κεύ‧ω
εξατομικεύω • (exatomikévo ) (past εξατομίκευσα , passive εξατομικεύομαι , p‑past εξατομικεύτηκα , ppp εξατομικευμένος )
( transitive ) to individualize , to personalize ( to modify something to suit an individual )
εξατομικεύω εξατομικεύομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
εξατομικεύω
εξατομικεύσω
εξατομικεύομαι
εξατομικευτώ , εξατομικευθώ
2 sg
εξατομικεύεις
εξατομικεύσεις
εξατομικεύεσαι
εξατομικευτείς , εξατομικευθείς
3 sg
εξατομικεύει
εξατομικεύσει
εξατομικεύεται
εξατομικευτεί , εξατομικευθεί
1 pl
εξατομικεύουμε , [‑ομε ]
εξατομικεύσουμε , [‑ομε ]
εξατομικευόμαστε
εξατομικευτούμε , εξατομικευθούμε
2 pl
εξατομικεύετε
εξατομικεύσετε
εξατομικεύεστε , εξατομικευόσαστε
εξατομικευτείτε , εξατομικευθείτε
3 pl
εξατομικεύουν (ε )
εξατομικεύσουν (ε )
εξατομικεύονται
εξατομικευτούν (ε ), εξατομικευθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
εξατομίκευα
εξατομίκευσα
εξατομικευόμουν (α )
εξατομικεύτηκα , εξατομικεύθηκα
2 sg
εξατομίκευες
εξατομίκευσες
εξατομικευόσουν (α )
εξατομικεύτηκες , εξατομικεύθηκες
3 sg
εξατομίκευε
εξατομίκευσε
εξατομικευόταν (ε )
εξατομικεύτηκε , εξατομικεύθηκε
1 pl
εξατομικεύαμε
εξατομικεύσαμε
εξατομικευόμασταν , (‑όμαστε )
εξατομικευτήκαμε , εξατομικευθήκαμε
2 pl
εξατομικεύατε
εξατομικεύσατε
εξατομικευόσασταν , (‑όσαστε )
εξατομικευτήκατε , εξατομικευθήκατε
3 pl
εξατομίκευαν , εξατομικεύαν (ε )
εξατομίκευσαν , εξατομικεύσαν (ε )
εξατομικεύονταν , (εξατομικευόντουσαν )
εξατομικεύτηκαν , εξατομικευτήκαν (ε ), εξατομικεύθηκαν , εξατομικευθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα εξατομικεύω ➤
θα εξατομικεύσω ➤
θα εξατομικεύομαι ➤
θα εξατομικευτώ / εξατομικευθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα εξατομικεύεις , …
θα εξατομικεύσεις , …
θα εξατομικεύεσαι , …
θα εξατομικευτείς / εξατομικευθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … εξατομικεύσει έχω, έχεις, … εξατομικευμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … εξατομικευτεί / εξατομικευθεί είμαι , είσαι , … εξατομικευμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … εξατομικεύσει είχα, είχες, … εξατομικευμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … εξατομικευτεί / εξατομικευθεί ήμουν , ήσουν , … εξατομικευμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … εξατομικεύσει θα έχω, θα έχεις, … εξατομικευμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … εξατομικευτεί / εξατομικευθεί θα είμαι, θα είσαι, … εξατομικευμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
εξατομίκευε
εξατομίκευσε
—
εξατομικεύσου
2 pl
εξατομικεύετε
εξατομικεύστε
εξατομικεύεστε
εξατομικευτείτε , εξατομικευθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
εξατομικεύοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας εξατομικεύσει ➤
εξατομικευμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
εξατομικεύσει
εξατομικευτεί , εξατομικευθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ- . • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.