Jump to content

εμπνευσμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of εμπνέομαι (empnéomai), passive voice of εμπνέω (inspire) from Ancient Greek ἐμπνέω (breathe upon; inspire). The modern sense, calque of French inspiré.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /em.bnevˈzme.nos/
  • Hyphenation: ε‧μπνευ‧σμέ‧νος
  • Old Hyphenation: εμ‧πνευ‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

εμπνευσμένος (empnefsménosm (feminine εμπνευσμένη, neuter εμπνευσμένο)

  1. (of persons) inspired, charismatic, talented
  2. (of work, idea) inspiring, produced by great inspiration

Declension

[edit]
Declension of εμπνευσμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εμπνευσμένος (empnefsménos) εμπνευσμένη (empnefsméni) εμπνευσμένο (empnefsméno) εμπνευσμένοι (empnefsménoi) εμπνευσμένες (empnefsménes) εμπνευσμένα (empnefsména)
genitive εμπνευσμένου (empnefsménou) εμπνευσμένης (empnefsménis) εμπνευσμένου (empnefsménou) εμπνευσμένων (empnefsménon) εμπνευσμένων (empnefsménon) εμπνευσμένων (empnefsménon)
accusative εμπνευσμένο (empnefsméno) εμπνευσμένη (empnefsméni) εμπνευσμένο (empnefsméno) εμπνευσμένους (empnefsménous) εμπνευσμένες (empnefsménes) εμπνευσμένα (empnefsména)
vocative εμπνευσμένε (empnefsméne) εμπνευσμένη (empnefsméni) εμπνευσμένο (empnefsméno) εμπνευσμένοι (empnefsménoi) εμπνευσμένες (empnefsménes) εμπνευσμένα (empnefsména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εμπνευσμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εμπνευσμένος, etc.)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ εμπνευσμένος - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: [] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.