Category:Greek passive perfect participles
Jump to navigation
Jump to search
Subcategories
This category has the following 3 subcategories, out of 3 total.
G
- Greek passive perfect irregular participles (0 c, 4 e)
- Greek passive perfect participles with augment (0 c, 11 e)
Pages in category "Greek passive perfect participles"
The following 200 pages are in this category, out of 360 total.
(previous page) (next page)Α
- αβασκαμένος
- αβγατισμένος
- αβγοκομμένος
- αγαλλιασμένος
- αγανακτισμένος
- αγαναχτισμένος
- αγανταρισμένος
- αγαπημένος
- αγγαρεμένος
- αγγελιασμένος
- αγγελμένος
- αγγελοκρουσμένος
- αγγιγμένος
- αγγισμένος
- αγγλοποιημένος
- αγιασμένος
- αγιογραφημένος
- αγιοποιημένος
- ἁγιοποιημένος
- αγκαζαρισμένος
- αγκαλιασμένος
- αγκιστρωμένος
- αγκριωμένος
- αγκυροβολημένος
- αγκωνιασμένος
- αγλαϊσμένος
- αγνοημένος
- αγορασμένος
- αγριεμένος
- αγριοκοιταγμένος
- αγρυπνισμένος
- αγχωμένος
- αδειασμένος
- αδελφωμένος
- αδερφωμένος
- αδικημένος
- αδρανοποιημένος
- αδυνατισμένος
- αηδιασμένος
- αιματοβαμμένος
- αλατισμένος
- αλαφιασμένος
- αλευρωμένος
- αλυσοδεμένος
- αναγγελμένος
- αναγεννημένος
- αναγνωρισμένος
- αναδημιουργημένος
- αναζητημένος
- αναθεματισμένος
- ανακλασμένος
- ανακουφισμένος
- ανακτημένος
- αναμαλλιασμένος
- αναμμένος
- αναρτημένος
- ανεγνωρισμένος
- ανθισμένος
- ανοιγμένος
- ανορυγμένος
- ανταποδομένος
- ανταριασμένος
- ανταρτεμένος
- αντασφαλισμένος
- αντικατεστημένος
- αντικατοπτρισμένος
- αντικρισμένος
- αντλημένος
- απαγγελμένος
- απαγορευμένος
- απαλλαγμένος
- απαντημένος
- απαρχαιωμένος
- απασχολημένος
- απατημένος
- απελευθερωμένος
- απελπισμένος
- απεσταγμένος
- απεσταλμένος
- απηγγελμένος
- απηγορευμένος
- απηλλαγμένος
- απηρχαιωμένος
- αποδιωγμένος
- αποθαμένος
- αποκαμωμένος
- αποκλεισμένος
- αποκομμένος
- αποκτημένος
- απολιθωμένος
- απομακρυσμένος
- απομονωμένος
- αποξενωμένος
- αποξηραμένος
- αποπροσανατολισμένος
- απορημένος
- απορροφημένος
- απορφανισμένος
- αποσκελετωμένος
- αποσπασμένος
- αποσταγμένος
- αποσταλμένος
- αποστειρωμένος
- αποστραμμένος
- αποσχισμένος
- αποτιτανωμένος
- αποτραβηγμένος
- αποτυχημένος
- αποφασισμένος
- αποχαιρετημένος
- αποχαιρετισμένος
- απωθημένος
- αραγμένος
- αραχνιασμένος
- αργοπορημένος
- αρματωμένος
- αρρωστημένος
- ασημοκαπνισμένος
- ασκημένος
- ασφαλισμένος
- αυγοκομμένος
- αυξημένος
- αυξομειωμένος
- αυτοϊκανοποιημένος
- αφηγημένος
- αφιερωμένος
- αφοσιωμένος
- αφρισμένος