Jump to content

αραγμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect passive participle of αράζω (arázo, to moor)

Participle

[edit]

αραγμένος (aragménosm (feminine αραγμένη, neuter αραγμένο)

  1. (nautical) anchored, moored
  2. (figurative) at rest

Declension

[edit]
Declension of αραγμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αραγμένος (aragménos) αραγμένη (aragméni) αραγμένο (aragméno) αραγμένοι (aragménoi) αραγμένες (aragménes) αραγμένα (aragména)
genitive αραγμένου (aragménou) αραγμένης (aragménis) αραγμένου (aragménou) αραγμένων (aragménon) αραγμένων (aragménon) αραγμένων (aragménon)
accusative αραγμένο (aragméno) αραγμένη (aragméni) αραγμένο (aragméno) αραγμένους (aragménous) αραγμένες (aragménes) αραγμένα (aragména)
vocative αραγμένε (aragméne) αραγμένη (aragméni) αραγμένο (aragméno) αραγμένοι (aragménoi) αραγμένες (aragménes) αραγμένα (aragména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αραγμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αραγμένος, etc.)