Category:Greek participles
Appearance
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Greek verbal forms that behave syntactically like adjectives (or sometimes adverbs), and in some languages are often used in compound conjugations and/or reduced relative clauses.
- Category:Greek participle forms: Greek participles that are inflected to display grammatical relations other than the main form.
- Category:Greek participles by inflection type: Greek participles organized by the type of inflection they follow.
Jump to: Top – Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
Subcategories
This category has the following 11 subcategories, out of 11 total.
- Greek participles with no verb (0 c, 2 e)
*
- Greek participle forms (0 c, 1157 e)
G
- Greek active past participles (0 c, 1 e)
- Greek active present declinable participles (0 c, 10 e)
- Greek active present indeclinable participles (0 c, 42 e)
- Greek passive past participles (0 c, 3 e)
- Greek passive present participles (0 c, 35 e)
I
Pages in category "Greek participles"
The following 200 pages are in this category, out of 463 total.
(previous page) (next page)Α
- αβασκαμένος
- αβγατισμένος
- αβγοκομμένος
- αγαλλιασμένος
- αγανακτισμένος
- αγαναχτισμένος
- αγανταρισμένος
- αγαπημένος
- αγγαρεμένος
- αγγελιασμένος
- αγγελμένος
- αγγελοκρουσμένος
- αγγιγμένος
- αγγισμένος
- αγγλοποιημένος
- αγιασμένος
- αγιογραφημένος
- αγιοποιημένος
- ἁγιοποιημένος
- αγκαζαρισμένος
- αγκαλιασμένος
- αγκιστρωμένος
- αγκριωμένος
- αγκυροβολημένος
- αγκωνιασμένος
- αγλαϊσμένος
- αγνοημένος
- αγνοούμενος
- αγορασμένος
- αγριεμένος
- αγριοκοιταγμένος
- αγρυπνισμένος
- αγχωμένος
- αγωνιζόμενος
- αδειασμένος
- αδελφωμένος
- αδερφωμένος
- αδικημένος
- αδρανοποιημένος
- αδυνατισμένος
- αερομεταφερόμενος
- αηδιασμένος
- αιματοβαμμένος
- αιτιολογημένος
- ακολουθούμενος
- ακούγοντας
- αλατισμένος
- αλαφιασμένος
- αλευρωμένος
- αλλάζοντας
- αλληλοσυγκρουόμενος
- αλυσοδεμένος
- αμφιλεγόμενος
- αναβαλλόμενος
- αναγγελμένος
- αναγεννημένος
- αναγνωρισμένος
- αναδημιουργημένος
- αναζητημένος
- αναθεματισμένος
- ανακλασμένος
- ανακλώμενος
- ανακουφισμένος
- ανακτημένος
- αναμαλλιασμένος
- αναμενόμενος
- αναμμένος
- αναρτημένος
- αναφέροντας
- ανεγνωρισμένος
- ανερχόμενος
- ανθισμένος
- ανοιγμένος
- ανορυγμένος
- ανταποδομένος
- ανταριασμένος
- ανταρτεμένος
- αντασφαλισμένος
- αντιγραφείς
- αντικατεστημένος
- αντικατοπτρισμένος
- αντικρισμένος
- αντλημένος
- απαγγελμένος
- απαγορευμένος
- απαιτούμενος
- απαλλαγμένος
- απαντημένος
- απαρχαιωμένος
- απασχολημένος
- απατημένος
- απελευθερωμένος
- απελπισμένος
- απεσταγμένος
- απεσταλμένος
- απηγγελμένος
- απηγορευμένος
- απηλλαγμένος
- απηρχαιωμένος
- αποδιωγμένος
- αποθαμένος
- αποκαμωμένος
- αποκλεισμένος
- αποκομμένος
- αποκτημένος
- απολιθωμένος
- απομακρυσμένος
- απομονωμένος
- αποξενωμένος
- αποξηραμένος
- αποπροσανατολισμένος
- απορημένος
- απορροφημένος
- απορροφούμενος
- απορροφώμενος
- απορφανισμένος
- αποσκελετωμένος
- αποσπασμένος
- αποσταγμένος
- αποσταλμένος
- αποστειρωμένος
- αποστραμμένος
- αποσχισμένος
- αποτιτανωμένος
- αποτραβηγμένος
- αποτυχημένος
- αποφασισμένος
- αποχαιρετημένος
- αποχαιρετισμένος
- απωθημένος
- αραγμένος
- αραχνιασμένος
- αργοπορημένος
- αρματωμένος
- αρρωστημένος
- ασημοκαπνισμένος
- ασκημένος
- ασφαλισμένος
- αυγοκομμένος
- αυξημένος
- αυξομειωμένος
- αυτοϊκανοποιημένος
- αφηγημένος
- αφιερωμένος
- αφοσιωμένος
- αφρισμένος