αποσταγμένος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of αποστάζομαι (apostázomai), passive voice of αποστάζω (distil) & see απεσταγμένος (apestagménos).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.po.staɣˈme.nos/
  • Hyphenation: α‧πο‧σταγ‧μέ‧νος

Participle

[edit]

αποσταγμένος (apostagménosm (feminine αποσταγμένη, neuter αποσταγμένο)

  1. (not formal) distilled (obtained by distillation)
    also see δυϊλισμένος (dyïlisménos)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποσταγμένος (apostagménos) αποσταγμένη (apostagméni) αποσταγμένο (apostagméno) αποσταγμένοι (apostagménoi) αποσταγμένες (apostagménes) αποσταγμένα (apostagména)
genitive αποσταγμένου (apostagménou) αποσταγμένης (apostagménis) αποσταγμένου (apostagménou) αποσταγμένων (apostagménon) αποσταγμένων (apostagménon) αποσταγμένων (apostagménon)
accusative αποσταγμένο (apostagméno) αποσταγμένη (apostagméni) αποσταγμένο (apostagméno) αποσταγμένους (apostagménous) αποσταγμένες (apostagménes) αποσταγμένα (apostagména)
vocative αποσταγμένε (apostagméne) αποσταγμένη (apostagméni) αποσταγμένο (apostagméno) αποσταγμένοι (apostagménoi) αποσταγμένες (apostagménes) αποσταγμένα (apostagména)
[edit]

Further reading

[edit]