απεσταγμένος
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἀπεσταγμένος
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of αποστάζομαι (apostázomai), passive voice of αποστάζω (apostázo) & Calque of French distillé
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]απεσταγμένος • (apestagménos) m (feminine απεσταγμένη, neuter απεσταγμένο)
- (learned) formal form of αποσταγμένος (apostagménos) as the ancient ἀπεσταγμένος (apestagménos)
Declension
[edit]Declension of απεσταγμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απεσταγμένος • | απεσταγμένη • | απεσταγμένο • | απεσταγμένοι • | απεσταγμένες • | απεσταγμένα • |
genitive | απεσταγμένου • | απεσταγμένης • | απεσταγμένου • | απεσταγμένων • | απεσταγμένων • | απεσταγμένων • |
accusative | απεσταγμένο • | απεσταγμένη • | απεσταγμένο • | απεσταγμένους • | απεσταγμένες • | απεσταγμένα • |
vocative | απεσταγμένε • | απεσταγμένη • | απεσταγμένο • | απεσταγμένοι • | απεσταγμένες • | απεσταγμένα • |
Further reading
[edit]- απεσταγμένος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary, Centre for the Greek language
- απεσταγμένος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language