Jump to content

βουτυρωμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of βουτυρώνομαι (voutyrónomai), passive voice of βουτυρώνω (voutyróno, I butter).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /vu.ti.roˈme.nos/
  • Hyphenation: βου‧τυ‧ρω‧μένος

Participle

[edit]

βουτυρωμένος (voutyroménosm (feminine βουτυρωμένη, neuter βουτυρωμένο)

  1. buttered
    το βουτυρωμένο ψωμίto voutyroméno psomíthe buttered bread

Declension

[edit]
Declension of βουτυρωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βουτυρωμένος (voutyroménos) βουτυρωμένη (voutyroméni) βουτυρωμένο (voutyroméno) βουτυρωμένοι (voutyroménoi) βουτυρωμένες (voutyroménes) βουτυρωμένα (voutyroména)
genitive βουτυρωμένου (voutyroménou) βουτυρωμένης (voutyroménis) βουτυρωμένου (voutyroménou) βουτυρωμένων (voutyroménon) βουτυρωμένων (voutyroménon) βουτυρωμένων (voutyroménon)
accusative βουτυρωμένο (voutyroméno) βουτυρωμένη (voutyroméni) βουτυρωμένο (voutyroméno) βουτυρωμένους (voutyroménous) βουτυρωμένες (voutyroménes) βουτυρωμένα (voutyroména)
vocative βουτυρωμένε (voutyroméne) βουτυρωμένη (voutyroméni) βουτυρωμένο (voutyroméno) βουτυρωμένοι (voutyroménoi) βουτυρωμένες (voutyroménes) βουτυρωμένα (voutyroména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βουτυρωμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βουτυρωμένος, etc.)

[edit]