Jump to content

γυαλισμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of γυαλίζομαι (gyalízomai), passive voice of γυαλίζω (gyalízo, I polish).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ʝa.liˈzme.nos/
  • Hyphenation: γυα‧λι‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

γυαλισμένος (gyalisménosm (feminine γυαλισμένη, neuter γυαλισμένο)

  1. polished

Declension

[edit]
Declension of γυαλισμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γυαλισμένος (gyalisménos) γυαλισμένη (gyalisméni) γυαλισμένο (gyalisméno) γυαλισμένοι (gyalisménoi) γυαλισμένες (gyalisménes) γυαλισμένα (gyalisména)
genitive γυαλισμένου (gyalisménou) γυαλισμένης (gyalisménis) γυαλισμένου (gyalisménou) γυαλισμένων (gyalisménon) γυαλισμένων (gyalisménon) γυαλισμένων (gyalisménon)
accusative γυαλισμένο (gyalisméno) γυαλισμένη (gyalisméni) γυαλισμένο (gyalisméno) γυαλισμένους (gyalisménous) γυαλισμένες (gyalisménes) γυαλισμένα (gyalisména)
vocative γυαλισμένε (gyalisméne) γυαλισμένη (gyalisméni) γυαλισμένο (gyalisméno) γυαλισμένοι (gyalisménoi) γυαλισμένες (gyalisménes) γυαλισμένα (gyalisména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γυαλισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γυαλισμένος, etc.)

[edit]