δημοσιευμένος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of δημοσιεύομαι (dimosiévomai), passive voice of δημοσιεύω (publish).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ði.mo.si.evˈme.nos/
  • Hyphenation: δη‧μο‧σι‧ευ‧μέ‧νος

Participle

[edit]

δημοσιευμένος (dimosievménosm (feminine δημοσιευμένη, neuter δημοσιευμένο)

  1. published

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δημοσιευμένος (dimosievménos) δημοσιευμένη (dimosievméni) δημοσιευμένο (dimosievméno) δημοσιευμένοι (dimosievménoi) δημοσιευμένες (dimosievménes) δημοσιευμένα (dimosievména)
genitive δημοσιευμένου (dimosievménou) δημοσιευμένης (dimosievménis) δημοσιευμένου (dimosievménou) δημοσιευμένων (dimosievménon) δημοσιευμένων (dimosievménon) δημοσιευμένων (dimosievménon)
accusative δημοσιευμένο (dimosievméno) δημοσιευμένη (dimosievméni) δημοσιευμένο (dimosievméno) δημοσιευμένους (dimosievménous) δημοσιευμένες (dimosievménes) δημοσιευμένα (dimosievména)
vocative δημοσιευμένε (dimosievméne) δημοσιευμένη (dimosievméni) δημοσιευμένο (dimosievméno) δημοσιευμένοι (dimosievménoi) δημοσιευμένες (dimosievménes) δημοσιευμένα (dimosievména)