From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /ði.mo.siˈe.vo/
Hyphenation: δη‧μο‧σι‧εύ‧ω
δημοσιεύω • (dimosiévo ) (past δημοσίευσα , passive δημοσιεύομαι , p‑past δημοσιεύτηκα /δημοσιεύθηκα , ppp δημοσιευμένος )
to publish , print
δημοσιεύω δημοσιεύομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
δημοσιεύω
δημοσιεύσω
δημοσιεύομαι
δημοσιευτώ , δημοσιευθώ
2 sg
δημοσιεύεις
δημοσιεύσεις
δημοσιεύεσαι
δημοσιευτείς , δημοσιευθείς
3 sg
δημοσιεύει
δημοσιεύσει
δημοσιεύεται
δημοσιευτεί , δημοσιευθεί
1 pl
δημοσιεύουμε , [‑ομε ]
δημοσιεύσουμε , [‑ομε ]
δημοσιευόμαστε
δημοσιευτούμε , δημοσιευθούμε
2 pl
δημοσιεύετε
δημοσιεύσετε
δημοσιεύεστε , δημοσιευόσαστε
δημοσιευτείτε , δημοσιευθείτε
3 pl
δημοσιεύουν (ε )
δημοσιεύσουν (ε )
δημοσιεύονται
δημοσιευτούν (ε ), δημοσιευθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
δημοσίευα
δημοσίευσα
δημοσιευόμουν (α )
δημοσιεύτηκα , δημοσιεύθηκα
2 sg
δημοσίευες
δημοσίευσες
δημοσιευόσουν (α )
δημοσιεύτηκες , δημοσιεύθηκες
3 sg
δημοσίευε
δημοσίευσε
δημοσιευόταν (ε )
δημοσιεύτηκε , δημοσιεύθηκε
1 pl
δημοσιεύαμε
δημοσιεύσαμε
δημοσιευόμασταν , (‑όμαστε )
δημοσιευτήκαμε , δημοσιευθήκαμε
2 pl
δημοσιεύατε
δημοσιεύσατε
δημοσιευόσασταν , (‑όσαστε )
δημοσιευτήκατε , δημοσιευθήκατε
3 pl
δημοσίευαν , δημοσιεύαν (ε )
δημοσίευσαν , δημοσιεύσαν (ε )
δημοσιεύονταν , (δημοσιευόντουσαν )
δημοσιεύτηκαν , δημοσιευτήκαν (ε ), δημοσιεύθηκαν , δημοσιευθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα δημοσιεύω ➤
θα δημοσιεύσω ➤
θα δημοσιεύομαι ➤
θα δημοσιευτώ / δημοσιευθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα δημοσιεύεις , …
θα δημοσιεύσεις , …
θα δημοσιεύεσαι , …
θα δημοσιευτείς / δημοσιευθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … δημοσιεύσει έχω, έχεις, … δημοσιευμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … δημοσιευτεί / δημοσιευθεί είμαι , είσαι , … δημοσιευμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … δημοσιεύσει είχα, είχες, … δημοσιευμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … δημοσιευτεί / δημοσιευθεί ήμουν , ήσουν , … δημοσιευμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … δημοσιεύσει θα έχω, θα έχεις, … δημοσιευμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … δημοσιευτεί / δημοσιευθεί θα είμαι, θα είσαι, … δημοσιευμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
δημοσίευε
δημοσίευσε
—
δημοσιεύσου
2 pl
δημοσιεύετε
δημοσιεύστε
δημοσιεύεστε
δημοσιευτείτε , δημοσιευθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
δημοσιεύοντας ➤
δημοσιευόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας δημοσιεύσει ➤
δημοσιευμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
δημοσιεύσει
δημοσιευτεί , δημοσιευθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ- . • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
and see: δήμος m ( dímos , “ municipality, community ” )