δημοσιεύσεις
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]δημοσιεύσεις • (dimosiéfseis) f
- nominative plural of δημοσίευση (dimosíefsi)
- accusative plural of δημοσίευση (dimosíefsi)
- vocative plural of δημοσίευση (dimosíefsi)
δημοσιεύσεις • (dimosiéfseis) f