Jump to content

δημοσίευση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

δημοσίευση (dimosíefsif (plural δημοσιεύσεις)

  1. publication, disclosure, communication (the act of publication)
    η δημοσίευση των αποτελεσμάτων
    i dimosíefsi ton apotelesmáton
    the publication of the scores
  2. publication, literature (published material)
    επιστημονικές δημοσιεύσεις σε περιοδικά
    epistimonikés dimosiéfseis se periodiká
    the scientific literature in journals

Declension

[edit]
singular plural
nominative δημοσίευση (dimosíefsi) δημοσιεύσεις (dimosiéfseis)
genitive δημοσίευσης (dimosíefsis) δημοσιεύσεων (dimosiéfseon)
accusative δημοσίευση (dimosíefsi) δημοσιεύσεις (dimosiéfseis)
vocative δημοσίευση (dimosíefsi) δημοσιεύσεις (dimosiéfseis)

Older or formal genitive singular: δημοσιεύσεως (dimosiéfseos)

[edit]
  • and see: δήμος m (dímos, municipality, the people)