αναδημοσίευση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From the Ancient Greek ἔκδοσις (ékdosis).
Noun
[edit]αναδημοσίευση • (anadimosíefsi) f (plural αναδημοσιεύσεις)
Declension
[edit]Declension of αναδημοσίευση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αναδημοσίευση • | αναδημοσιεύσεις • | |
genitive | αναδημοσίευσης • | αναδημοσιεύσεων • | |
accusative | αναδημοσίευση • | αναδημοσιεύσεις • | |
vocative | αναδημοσίευση • | αναδημοσιεύσεις • | |
Older or formal genitive singular: αναδημοσιεύσεως • |
Coordinate terms
[edit]- γνωστοποίηση f (gnostopoíisi, “announcement, notification”)
- έντυπο n (éntypo, “printed matter”)
- κοινοποίηση f (koinopoíisi, “disclosure, notification”)
Related terms
[edit]- see: αναδημοσιεύω (anadimosiévo, “to republish”)
- and see: δημοσίευση f (dimosíefsi, “publication, announcement”)