δημοσίευμα

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

δημοσίευμα (dimosíevman (plural δημοσιεύματα)

  1. publication, article
    είχε πολλά δημοσιεύματαeíche pollá dimosiévmatahe had many publications

Declension

[edit]
singular plural
nominative δημοσίευμα (dimosíevma) δημοσιεύματα (dimosiévmata)
genitive δημοσιεύματος (dimosiévmatos) δημοσιευμάτων (dimosievmáton)
accusative δημοσίευμα (dimosíevma) δημοσιεύματα (dimosiévmata)
vocative δημοσίευμα (dimosíevma) δημοσιεύματα (dimosiévmata)

Coordinate terms

[edit]
[edit]
  • see: δήμος m (dímos, municipality, community)