αντασφαλισμένος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of αντασφαλίζομαι (antasfalízomai), passive voice of αντασφαλίζω (antasfalízo). Morphologically, αντ- (ant-, counter-) +‎ ασφαλισμένος (asfalisménos, secured)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /an.da.sfa.liˈzme.nos/
  • Hyphenation: α‧ντα‧σφα‧λι‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

αντασφαλισμένος (antasfalisménosm (feminine αντασφαλισμένη, neuter αντασφαλισμένο)

  1. reinsured

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντασφαλισμένος (antasfalisménos) αντασφαλισμένη (antasfalisméni) αντασφαλισμένο (antasfalisméno) αντασφαλισμένοι (antasfalisménoi) αντασφαλισμένες (antasfalisménes) αντασφαλισμένα (antasfalisména)
genitive αντασφαλισμένου (antasfalisménou) αντασφαλισμένης (antasfalisménis) αντασφαλισμένου (antasfalisménou) αντασφαλισμένων (antasfalisménon) αντασφαλισμένων (antasfalisménon) αντασφαλισμένων (antasfalisménon)
accusative αντασφαλισμένο (antasfalisméno) αντασφαλισμένη (antasfalisméni) αντασφαλισμένο (antasfalisméno) αντασφαλισμένους (antasfalisménous) αντασφαλισμένες (antasfalisménes) αντασφαλισμένα (antasfalisména)
vocative αντασφαλισμένε (antasfalisméne) αντασφαλισμένη (antasfalisméni) αντασφαλισμένο (antasfalisméno) αντασφαλισμένοι (antasfalisménoi) αντασφαλισμένες (antasfalisménes) αντασφαλισμένα (antasfalisména)