Jump to content

δηλωμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of δηλώνομαι (dilónomai), passive voice of δηλώνω (declare).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ði.loˈme.nos/
  • Hyphenation: δη‧λω‧μέ‧νος

Participle

[edit]

δηλωμένος (diloménosm (feminine δηλωμένη, neuter δηλωμένο)

  1. declared
  2. registered

Declension

[edit]
Declension of δηλωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δηλωμένος (diloménos) δηλωμένη (diloméni) δηλωμένο (diloméno) δηλωμένοι (diloménoi) δηλωμένες (diloménes) δηλωμένα (diloména)
genitive δηλωμένου (diloménou) δηλωμένης (diloménis) δηλωμένου (diloménou) δηλωμένων (diloménon) δηλωμένων (diloménon) δηλωμένων (diloménon)
accusative δηλωμένο (diloméno) δηλωμένη (diloméni) δηλωμένο (diloméno) δηλωμένους (diloménous) δηλωμένες (diloménes) δηλωμένα (diloména)
vocative δηλωμένε (diloméne) δηλωμένη (diloméni) δηλωμένο (diloméno) δηλωμένοι (diloménoi) δηλωμένες (diloménes) δηλωμένα (diloména)

See also

[edit]