δηλώνω
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Inherited from Byzantine Greek δηλώνω from Ancient Greek δηλῶ, contracted form of δηλόω (dēlóō, “I make visible”).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]δηλώνω • (dilóno) (past δήλωσα, passive δηλώνομαι, p‑past δηλώθηκα, ppp δηλωμένος)
Usage notes
[edit]Archaic participles in frequent use:
- o δεδηλωμένος (“declared”), especially as a feminine noun: η δεδηλωμένη, term for parliamentary ratifying majority
- in formal documents (tax papers, courts, etc.):
Conjugation
[edit]δηλώνω δηλώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | δηλώνω | δηλώσω | δηλώνομαι | δηλωθώ |
2 sg | δηλώνεις | δηλώσεις | δηλώνεσαι | δηλωθείς |
3 sg | δηλώνει | δηλώσει | δηλώνεται | δηλωθεί |
1 pl | δηλώνουμε, [‑ομε] | δηλώσουμε, [‑ομε] | δηλωνόμαστε | δηλωθούμε |
2 pl | δηλώνετε | δηλώσετε | δηλώνεστε, δηλωνόσαστε | δηλωθείτε |
3 pl | δηλώνουν(ε) | δηλώσουν(ε) | δηλώνονται | δηλωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | δήλωνα | δήλωσα | δηλωνόμουν(α) | δηλώθηκα |
2 sg | δήλωνες | δήλωσες | δηλωνόσουν(α) | δηλώθηκες |
3 sg | δήλωνε | δήλωσε | δηλωνόταν(ε) | δηλώθηκε |
1 pl | δηλώναμε | δηλώσαμε | δηλωνόμασταν, (‑όμαστε) | δηλωθήκαμε |
2 pl | δηλώνατε | δηλώσατε | δηλωνόσασταν, (‑όσαστε) | δηλωθήκατε |
3 pl | δήλωναν, δηλώναν(ε) | δήλωσαν, δηλώσαν(ε) | δηλώνονταν, (δηλωνόντουσαν) | δηλώθηκαν, δηλωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα δηλώνω ➤ | θα δηλώσω ➤ | θα δηλώνομαι ➤ | θα δηλωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα δηλώνεις, … | θα δηλώσεις, … | θα δηλώνεσαι, … | θα δηλωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … δηλώσει έχω, έχεις, … δηλωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … δηλωθεί είμαι, είσαι, … δηλωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … δηλώσει είχα, είχες, … δηλωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … δηλωθεί ήμουν, ήσουν, … δηλωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … δηλώσει θα έχω, θα έχεις, … δηλωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … δηλωθεί θα είμαι, θα είσαι, … δηλωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | δήλωνε | δήλωσε | — | δηλώσου |
2 pl | δηλώνετε | δηλώστε | δηλώνεστε | δηλωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | δηλώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας δηλώσει ➤ | δηλωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | δηλώσει | δηλωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• passive perfect participle δηλωμένος: also archaic form with reduplication: {δεδηλωμένος, ‑η, ‑ο} • active present participle: except δηλώνοντας, the ancient participle {ο δηλών}, {η δηλούσα}, {το δηλούν} polytonic: {δηλῶν, ‑οῦσα, ‑οῦν} • also: archaic active past participle: ο δηλωθείς, η δηλωθείσα, το δηλωθέν polytonic: ἡ δηλωθεῖσα • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
[edit]- ανακοινώνω (anakoinóno, “to announce”)
- διακηρύσσω (diakirýsso, “to announce, to declare”)
Related terms
[edit]and the participles
Compounds:
- αντιδιαδηλώνω (antidiadilóno)
- εκδηλώνω (ekdilóno)
- διαδηλώνω (diadilóno)
- υποδηλώνω (ypodilóno)