αναζητημένος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of αναζητούμαι (anazitoúmai), passive voice of αναζητώ (seek, search for) and of αναζητιέμαι (anazitiémai), passive voice of αναζητάω / αναζητώ. Morphologically, ανα- (ana-, re-) +‎ ζητημένος (zitiménos, sought).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.na.zi.tiˈme.nos/
  • Hyphenation: α‧να‧ζη‧τη‧μέ‧νος

Participle

[edit]

αναζητημένος (anazitiménosm (feminine αναζητημένη, neuter αναζητημένο)

  1. searched for

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναζητημένος (anazitiménos) αναζητημένη (anazitiméni) αναζητημένο (anazitiméno) αναζητημένοι (anazitiménoi) αναζητημένες (anazitiménes) αναζητημένα (anazitiména)
genitive αναζητημένου (anazitiménou) αναζητημένης (anazitiménis) αναζητημένου (anazitiménou) αναζητημένων (anazitiménon) αναζητημένων (anazitiménon) αναζητημένων (anazitiménon)
accusative αναζητημένο (anazitiméno) αναζητημένη (anazitiméni) αναζητημένο (anazitiméno) αναζητημένους (anazitiménous) αναζητημένες (anazitiménes) αναζητημένα (anazitiména)
vocative αναζητημένε (anazitiméne) αναζητημένη (anazitiméni) αναζητημένο (anazitiméno) αναζητημένοι (anazitiménoi) αναζητημένες (anazitiménes) αναζητημένα (anazitiména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναζητημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναζητημένος, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]