ζητημένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of ζητιέμαι (zitiémai), passive voice of ζητάω, συζητώ (“discuss”) and of ζητούμαι (zitoúmai), passive voice of ζητώ (zitó).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]ζητημένος • (zitiménos) m (feminine ζητημένη, neuter ζητημένο)
Declension
[edit]Declension of ζητημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ζητημένος • | ζητημένη • | ζητημένο • | ζητημένοι • | ζητημένες • | ζητημένα • |
genitive | ζητημένου • | ζητημένης • | ζητημένου • | ζητημένων • | ζητημένων • | ζητημένων • |
accusative | ζητημένο • | ζητημένη • | ζητημένο • | ζητημένους • | ζητημένες • | ζητημένα • |
vocative | ζητημένε • | ζητημένη • | ζητημένο • | ζητημένοι • | ζητημένες • | ζητημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ζητημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ζητημένος, etc.) |
Related terms
[edit]- πολυσυζητημένος (polysyzitiménos, “overdiscussed”, participle)
- εξεζητημένος (exezitiménos, participle)
- συζητημένος (syzitiménos, “discussed”, participle)