αγκαζαρισμένος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of αγκαζάρομαι (agkazáromai), passive voice of αγκαζάρω (reserve).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aŋ.ɡa.za.ɾiˈzme.nos/
  • Hyphenation: α‧γκα‧ζα‧ρι‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

αγκαζαρισμένος (agkazarisménosm (feminine αγκαζαρισμένη, neuter αγκαζαρισμένο)

  1. reserved, hired

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγκαζαρισμένος (agkazarisménos) αγκαζαρισμένη (agkazarisméni) αγκαζαρισμένο (agkazarisméno) αγκαζαρισμένοι (agkazarisménoi) αγκαζαρισμένες (agkazarisménes) αγκαζαρισμένα (agkazarisména)
genitive αγκαζαρισμένου (agkazarisménou) αγκαζαρισμένης (agkazarisménis) αγκαζαρισμένου (agkazarisménou) αγκαζαρισμένων (agkazarisménon) αγκαζαρισμένων (agkazarisménon) αγκαζαρισμένων (agkazarisménon)
accusative αγκαζαρισμένο (agkazarisméno) αγκαζαρισμένη (agkazarisméni) αγκαζαρισμένο (agkazarisméno) αγκαζαρισμένους (agkazarisménous) αγκαζαρισμένες (agkazarisménes) αγκαζαρισμένα (agkazarisména)
vocative αγκαζαρισμένε (agkazarisméne) αγκαζαρισμένη (agkazarisméni) αγκαζαρισμένο (agkazarisméno) αγκαζαρισμένοι (agkazarisménoi) αγκαζαρισμένες (agkazarisménes) αγκαζαρισμένα (agkazarisména)
[edit]
  • see: αγκαζέ (agkazé, reserved, adjective) & "arm in arm" (adverb)