Jump to content

αναμμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of ανάβομαι (anávomai), passive voice of ανάβω (anávo, to light)

Participle

[edit]

αναμμένος (anamménosm (feminine αναμμένη, neuter αναμμένο)

  1. burning, alight, incandescent, emitting flame
  2. (figuratively) enraged, angry, fiery

Declension

[edit]
Declension of αναμμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναμμένος (anamménos) αναμμένη (anamméni) αναμμένο (anamméno) αναμμένοι (anamménoi) αναμμένες (anamménes) αναμμένα (anamména)
genitive αναμμένου (anamménou) αναμμένης (anamménis) αναμμένου (anamménou) αναμμένων (anamménon) αναμμένων (anamménon) αναμμένων (anamménon)
accusative αναμμένο (anamméno) αναμμένη (anamméni) αναμμένο (anamméno) αναμμένους (anamménous) αναμμένες (anamménes) αναμμένα (anamména)
vocative αναμμένε (anamméne) αναμμένη (anamméni) αναμμένο (anamméno) αναμμένοι (anamménoi) αναμμένες (anamménes) αναμμένα (anamména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναμμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναμμένος, etc.)

Synonyms

[edit]

(switch on):

[edit]

Further reading

[edit]