ανοιγμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of ανοίγομαι (anoígomai), passive voice of ανοίγω (anoígo, “I open”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]ανοιγμένος • (anoigménos) m (feminine ανοιγμένη, neuter ανοιγμένο)
Declension
[edit]Declension of ανοιγμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανοιγμένος • | ανοιγμένη • | ανοιγμένο • | ανοιγμένοι • | ανοιγμένες • | ανοιγμένα • |
genitive | ανοιγμένου • | ανοιγμένης • | ανοιγμένου • | ανοιγμένων • | ανοιγμένων • | ανοιγμένων • |
accusative | ανοιγμένο • | ανοιγμένη • | ανοιγμένο • | ανοιγμένους • | ανοιγμένες • | ανοιγμένα • |
vocative | ανοιγμένε • | ανοιγμένη • | ανοιγμένο • | ανοιγμένοι • | ανοιγμένες • | ανοιγμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανοιγμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανοιγμένος, etc.) |
Related terms
[edit]- ανοιχτός (anoichtós, “open”)
- see: ανοίγω (anoígo, “to open”)
compounds
- ημιανοιγμένος (imianoigménos, “half opened”)
- μισοανοιγμένος (misoanoigménos, “half opened”), μισανοιγμένος (misanoigménos)
- ξανοιγμένος (xanoigménos)
- ολανοιγμένος (olanoigménos, “entirely opened”)
Further reading
[edit]- ανοιγμένος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary, Centre for the Greek language