Jump to content

ανοιγμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of ανοίγομαι (anoígomai), passive voice of ανοίγω (anoígo, I open).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.niɣˈme.nos/
  • Hyphenation: α‧νοιγ‧μέ‧νος

Participle

[edit]

ανοιγμένος (anoigménosm (feminine ανοιγμένη, neuter ανοιγμένο)

  1. which has been opened, open

Declension

[edit]
Declension of ανοιγμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανοιγμένος (anoigménos) ανοιγμένη (anoigméni) ανοιγμένο (anoigméno) ανοιγμένοι (anoigménoi) ανοιγμένες (anoigménes) ανοιγμένα (anoigména)
genitive ανοιγμένου (anoigménou) ανοιγμένης (anoigménis) ανοιγμένου (anoigménou) ανοιγμένων (anoigménon) ανοιγμένων (anoigménon) ανοιγμένων (anoigménon)
accusative ανοιγμένο (anoigméno) ανοιγμένη (anoigméni) ανοιγμένο (anoigméno) ανοιγμένους (anoigménous) ανοιγμένες (anoigménes) ανοιγμένα (anoigména)
vocative ανοιγμένε (anoigméne) ανοιγμένη (anoigméni) ανοιγμένο (anoigméno) ανοιγμένοι (anoigménoi) ανοιγμένες (anoigménes) ανοιγμένα (anoigména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανοιγμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανοιγμένος, etc.)

[edit]
compounds

Further reading

[edit]