Jump to content

ανοιχτός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

From Koine Greek ἀνοικτός (anoiktós).

Adjective

[edit]

ανοιχτός (anoichtósm (feminine ανοιχτή, neuter ανοιχτό)

  1. open, not closed, unlocked, uncovered, unfenced
    ανοιχτά μάτιαanoichtá mátiaopen eyes
    ανοιχτή πόρταanoichtí pórtaunlocked door
  2. pale, light, pastel (shades of colour)
    ανοιχτό μπλεanoichtó blelight blue
  3. (figurative) open, unbuttoned
    Antonym: αξάνοιχτος (axánoichtos)

Declension

[edit]
Declension of ανοιχτός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανοιχτός (anoichtós) ανοιχτή (anoichtí) ανοιχτό (anoichtó) ανοιχτοί (anoichtoí) ανοιχτές (anoichtés) ανοιχτά (anoichtá)
genitive ανοιχτού (anoichtoú) ανοιχτής (anoichtís) ανοιχτού (anoichtoú) ανοιχτών (anoichtón) ανοιχτών (anoichtón) ανοιχτών (anoichtón)
accusative ανοιχτό (anoichtó) ανοιχτή (anoichtí) ανοιχτό (anoichtó) ανοιχτούς (anoichtoús) ανοιχτές (anoichtés) ανοιχτά (anoichtá)
vocative ανοιχτέ (anoichté) ανοιχτή (anoichtí) ανοιχτό (anoichtó) ανοιχτοί (anoichtoí) ανοιχτές (anoichtés) ανοιχτά (anoichtá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανοιχτός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανοιχτός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανοιχτότερος (anoichtóteros) ανοιχτότερη (anoichtóteri) ανοιχτότερο (anoichtótero) ανοιχτότεροι (anoichtóteroi) ανοιχτότερες (anoichtóteres) ανοιχτότερα (anoichtótera)
genitive ανοιχτότερου (anoichtóterou) ανοιχτότερης (anoichtóteris) ανοιχτότερου (anoichtóterou) ανοιχτότερων (anoichtóteron) ανοιχτότερων (anoichtóteron) ανοιχτότερων (anoichtóteron)
accusative ανοιχτότερο (anoichtótero) ανοιχτότερη (anoichtóteri) ανοιχτότερο (anoichtótero) ανοιχτότερους (anoichtóterous) ανοιχτότερες (anoichtóteres) ανοιχτότερα (anoichtótera)
vocative ανοιχτότερε (anoichtótere) ανοιχτότερη (anoichtóteri) ανοιχτότερο (anoichtótero) ανοιχτότεροι (anoichtóteroi) ανοιχτότερες (anoichtóteres) ανοιχτότερα (anoichtótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ανοιχτότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανοιχτότατος (anoichtótatos) ανοιχτότατη (anoichtótati) ανοιχτότατο (anoichtótato) ανοιχτότατοι (anoichtótatoi) ανοιχτότατες (anoichtótates) ανοιχτότατα (anoichtótata)
genitive ανοιχτότατου (anoichtótatou) ανοιχτότατης (anoichtótatis) ανοιχτότατου (anoichtótatou) ανοιχτότατων (anoichtótaton) ανοιχτότατων (anoichtótaton) ανοιχτότατων (anoichtótaton)
accusative ανοιχτότατο (anoichtótato) ανοιχτότατη (anoichtótati) ανοιχτότατο (anoichtótato) ανοιχτότατους (anoichtótatous) ανοιχτότατες (anoichtótates) ανοιχτότατα (anoichtótata)
vocative ανοιχτότατε (anoichtótate) ανοιχτότατη (anoichtótati) ανοιχτότατο (anoichtótato) ανοιχτότατοι (anoichtótatoi) ανοιχτότατες (anoichtótates) ανοιχτότατα (anoichtótata)
[edit]